Θα σας ταξιδέψω από μερικούς μήνες έως κάποια χρόνια, ανάλογα με την ηλικία
σας, πίσω στα εφηβικά μας χρόνια, στην πρώτη σχέση μας. Πόσο
καρδιοχτυπούσαμε και δεν είχαμε όρεξη ούτε για φαγητό εάν δεν ακούγαμε στο
τηλέφωνο την φωνή του αγαπημένου προσώπου μας. Πόσο όμορφο ήταν το Σάββατο
που περνάγαμε ατελείωτες ώρες μαζί, και οι μέρες των διακοπών σαν να ζούσες
σε όνειρο. Ένα όνειρο που όσο πέρναγε ο καιρός, ειδικά εάν αποφάσιζες να
συζήσεις ολοένα και απομακρυνόταν, ως ότου μια μέρα χανόταν. Κάτι που λίγο
πολύ συνέβαινε πάντα, με κάθε σύντροφο που από “καινούργια” σχέση γινόταν
“παλιά”. Τι μας συνέβαινε; Τελικά όντως η επανάληψη του ίδιου βιώματος να
έφερνε την συνήθεια και αυτή με την σειρά της να σκότωσε τον έρωτα ή την
αγάπη; Είναι το πρώτο ερώτημα που ο αναλυτικός νους προσπαθεί να
εκλογικεύσει, χάνοντας ακόμα μια φορά το δάσος για το δέντρο, και
αναρωτιέται:
“σταμάτησες να είσαι ερωτευμένος;”
ή “μήπως δεν ήσουν ποτέ;”
ή τα ακόμα πιο βολικά:
“αυτός άλλαξε, δεν είναι όπως τον γνώρισες”
ή “δεν σε αγάπησε ποτέ!
Τα παραπάνω είναι το δέντρο, μιας και εάν βλέπαμε το δάσος θα ήταν πολύ
εύκολο να κατανοήσουμε τι ακριβώς γίνεται. Να κατανοήσουμε δηλαδή ότι ο νους
μας έχει εκπαιδευτεί συστηματικά από πολύ μικρή ηλικία να απαξιώνει καθετί
που νομίζει ότι το πέτυχε, το κέρδισε και να βαριέται αναζητώντας πάντα κάτι
“νέο”, κάτι “διαφορετικό” που τις περισσότερες φορές περιορίζεται στην
επιφάνεια. Με την λέξη επιφάνεια εννοώ όλα αυτά που είναι εύκολα αντιληπτά,
ορατά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι που έχουν ανάγκη μιας αλλαγής
στην ζωή τους, κόβουν διαφορετικά τα μαλλιά τους ή αγοράζουν άλλα ρούχα και
δεν αλλάζουν για παράδειγμα συνήθειες που όντως αυτό θα έφερνε αλλαγή στην
ζωή τους. Μία νέα συσχέτιση του εαυτού μας με κάτι, έναν άλλο άνθρωπο, μία
άλλη δουλειά, ένα χόμπι κτλ. έχει πληθώρα τέτοιων νέων και διαφορετικών
ερεθισμάτων : για άνθρωπο για παράδειγμα θα βρούμε διαφορές στην γενική
εμφάνιση, στο στιλ, στο χρώμα μαλλιών, δέρματος, στην χροιά της φωνής κτλ.
Όλα αυτά λειτουργούν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο μας τον εαυτό
που όταν τα “αλλάζει” μοιάζει σαν ένας νέος άνθρωπος. Το καλό με αυτά τα
εξωτερικά ερεθίσματα είναι ότι δεν απαιτούν καμία προσπάθεια στο να τα
ανακαλύψεις ή να μεταβάλλεις (εάν πρόκειται για τον εαυτό μας) και γίνονται
άμεσα αντιληπτά. Το κακό είναι ότι ακριβώς για αυτό τελειώνουν αμέσως!
Όλοι λίγο πολύ έχουμε βρεθεί σε μια σχέση Σαββάτου, δηλαδή μια κατάσταση που
ο καθένας μας έχει την δική του ζωή, με τις δικές του δυσκολίες μέσα στην
εβδομάδα, αλλά για πέντε ώρες το Σάββατο, βάζει τα καλά του ρούχα, την
καλύτερη του διάθεση, αφήνει πίσω κάθε πρόβλημα του, δεν δίνει καμία σημασία
σε γεγονότα που μπορεί να του χαλάσουν το βράδυ του και σαφώς με μια τέτοια
προσέγγιση απολαμβάνει αυτός και ο συσχετιζόμενος με αυτόν τις ομορφότερες
πέντε ώρες του Σαββατόβραδου. Σε αυτού το είδους την σχέση μπορεί να
περάσουν ένα-δύο χρόνια έως ότου να “κορεστούμε” από όλα τα γρήγορα,
εξωτερικά ερεθίσματα που στον αντίποδα σε μια συγκατοίκηση θα θέλαμε μερικές
εβδομάδες ή έστω μήνες. Γιατί όμως να συμβαίνει αυτό; Ποιος παράγοντας
αλλάζει τόσο δραστικά όλο το σκηνικό όταν συγκατοικείς με κάποιον;
Η τριβή
“τριβή είναι η δύναμη αντίστασης που εκδηλώνεται μεταξύ δύο εφαπτόμενων
επιφανειών σε οποιαδήποτε μετακίνηση τους”Πως μπορεί η τριβή από την φυσική
να έχει σύνδεση με τις σχέσεις μας και πως μπορούν οι σχέσεις μας πχ. με
έναν άλλο άνθρωπο, να συνδέονται με την πρακτική της Ashtanga Yoga;
Χρησιμοποιώντας μεταφορικά τον ορισμό της τριβής από την φυσική ας
θεωρήσουμε ότι όταν δύο άνθρωποι συναντώνται “εφάπτουν” τις ζωές τους, που
επειδή εκ των πραγμάτων κινούνται σε διαφορετικό ρυθμό “τρίβονται” μεταξύ
τους. Ευνόητο είναι ότι η τριβή εμφανίζεται πολύ συχνότερα όταν οι ζωές τους
“εφάπτονται” σε καθημερινή βάση παρά όταν “εφάπτονται” τέσσερις φορές τον
μήνα πχ. σε μια σχέση Σαββάτου. Επίσης η ένταση είναι εντονότερη σε
καθημερινή βάση διότι λειτουργεί αθροιστικά από μέρα σε μέρα, κάτι που δεν
ισχύει από εβδομάδα σε εβδομάδα. Η φθορά που προκαλείται από την τριβή των
δύο επιφανειών αναγκάζει τα “υλικά” να αγγίξουν τα όρια αντοχής τους.
Όμως η φθορά δεν είναι πάντα κακή. Εάν τρίψουμε ένα σκουριασμένο μέταλλο με
γυαλόχαρτο αφαιρούμε την σκουριά και του δίνουμε ξανά την λάμψη του. Επίσης
το κάνουμε πιο λείο και του δίνουμε σχήμα, εξομαλύνοντας τις κοφτερές ακμές
του. Η απομάκρυνση της σκουριάς και η ανάδειξη της πραγματικής λάμψης έγινε
με την τριβή που προκάλεσε “φθορά” στην σκουριά. Μπορεί να χρειάστηκαν πολλά
γυαλόχαρτα, πολλές ώρες δουλειάς και υπομονής όμως η αληθινή φύση του υλικού
ήρθε στη επιφάνεια. Επίσης εκτός από θέμα εμφάνισης η σκουριά καταστρέφει το
μέταλλο συνεπώς ήταν αναγκαία η μερική φθορά του μετάλλου με το τρίψιμο για
την περαιτέρω μακροζωία του.
Η τριβή στις σχέσεις μας, όχι μόνο με ανθρώπους, αλλά με καθετί που
συσχετιζόμαστε θα φέρει αργά ή γρήγορα στην επιφάνεια το πραγματικό υλικό
κάτω από την “σκουριά”, το φαίνεσθαι. “Σκουριά” θεωρείστε αυτό που καλύπτει
το πραγματικό. Σκουριά μπορεί να είναι ο ενθουσιασμός, μπορεί να είναι ένα
μη πρώιμο συναίσθημα, κάτι το οποίο λειτουργεί σε βάρος της βιωσιμότητας της
εκάστοτε σχέσης. Και μιας και η πρώτη σχέση που κάνουμε είναι με τον ίδιο
μας τον εαυτό, κατά την άποψη μου όσο πιο γρήγορα φθείρουμε την επιφάνεια
μας, το φαίνεσθαι τόσο πιο γρήγορα θα αποκαλύψουμε τον πραγματικό εαυτό μας.
Αυτό που θα δούμε μπορεί να μην μας αρέσει, να μην ανταποκρίνεται στα
“πρέπει” του περίγυρου μας και της κοινωνίας. Αλλά τώρα είναι ίσως η πρώτη
φορά που μπορούμε να συμφιλιωθούμε με τον εαυτό μας και θα τον αγαπήσουμε
γι’ αυτό που πραγματικά είναι και να ζήσουμε την δική μας ζωή και όχι την
ζωή που θέλουν οι άλλοι. Έναν εαυτό με αληθινή, διαφορετική και μοναδική
λάμψη.
Μια λάμψη που θα χρειαστεί συνεχή δουλειά για να διατηρηθεί, που για να
εμφανιστεί θα χρειαστεί να απαλλάξουμε τον νου από την πλάνη της εξωτερικής
αλλαγής, της αλλαγής της επιφάνειας, γιατί ότι λάμπει εξωτερικά κατ’ ανάγκη
δεν λάμπει και εσωτερικά. Αλλά όταν το φως ξεκινάει από μέσα, τότε σίγουρα
διαπερνά κάθε διαστρωμάτωση και βγαίνει μέχρι την επιφάνεια. Μια λάμψη που
μπορεί να μας δείχνει το διαφορετικό και το νέο σε καθετί παλιό και
“γνωστό”.
Η τριβή λοιπόν είναι ένα εργαλείο από τα πολλά που μας βοηθά να φέρουμε στο
φως αυτά που χρόνια είναι κρυμμένα καλά. Για να λάμψει η επιφάνεια θα
χρειαστούν και άλλες επεξεργασίες και δεξιοτεχνίες που μαθαίνονται στην
πορεία βήμα προς βήμα. Όσο μεγαλύτερη η ενασχόληση, τόσο πιο γρήγορα θα
έρθουν όλα, και δεν αναφέρομαι σε επιτυχίες, λουλούδια και πεταλούδες, αλλά
και σε δυσκολίες, σε αποτυχίες, σε δυσάρεστα γεγονότα, σε όλα αυτά που μας
ξεβολεύουν. Εδώ ακριβώς έρχεται η ικανότητα μας να βρούμε τον τρόπο ώστε να
διατηρήσουμε αυτήν την σχέση μας. Να την βελτιώσουμε, να την
μετασχηματίσουμε, να ξεδιπλώσουμε πτυχές που δεν ξέραμε και τελικά να βρούμε
την ομορφιά σε κάτι που φαινομενικά γνωρίζαμε. Θα χρειαστεί να κάνουμε και
μερικά βήματα πίσω για να δούμε πιο καθαρά, να κρατηθούμε από κάτι για λίγο
να ξεκουραστούμε, να γονατίσουμε για να κατανοήσουμε τα λάθη μας αλλά
σίγουρα να ξανασηκωθούμε για να συνεχίσουμε. Όσο την ξεδιπλώνουμε και την
προσεγγίζουμε με αυτόν τον τρόπο τόσο καταλαβαίνουμε ότι νομίζαμε ότι την
γνωρίζαμε. Το μόνο που βλέπαμε ήταν η επιδερμίδα, και μιας και οι αισθήσεις
μας ολοένα και περιορίζονται μόνο στην αίσθηση της όρασης, η επιφάνεια δεν
έχει κάτι άλλο να δώσει. Έτσι χωρίς δεύτερη σκέψη, ο νους καταλήγει στο
συμπέρασμα ότι το γνωρίζει, αγνοώντας το εσωτερικό, το “μέσα” , ένα μέσα που
πραγματικά δεν έχει τέλος, είναι άπειρο, όπως το Σύμπαν. Μπορεί η πρακτική
της Ashtanga Yoga να έχει συνεχώς ίδιες ασκήσεις, αλλά αυτό είναι μόνο η
επιφάνεια. Εσωτερικά κάτω από την θέση, υπάρχει η επίγνωση του σώματος στον
χώρο, η συναίσθηση των μυών του και οργάνων του, η σωστή ήρεμη και ζωντανή
αναπνοή, ο ίσος χρονικά ρυθμός από θέση σε θέση, πέρασμα σε πέρασμα, από
κάθε αρεστή ή δυσάρεστη θέση. Κάτω από όλα αυτά βρίσκονται ποιότητες του
χαρακτήρα, υπομονή, επιμονή, ταπεινότητα, στωικότητα, ευλάβεια, αγάπη,
κατανόηση όλα σε κάθε διαφορετική αναπνοή, σε κάθε διαφορετική θέση, σε κάθε
διαφορετική μέρα. Δηλαδή μια μικρογραφία του Σύμπαντος, που ίσως όλοι να
έχουμε μέσα μας έτοιμο να εξερευνηθεί. Οι απαντήσεις ήταν και είναι πάντα
μέσα μας, ποτέ έξω από εμάς.
Η επανάληψη
“Η επανάληψη είναι η μητέρα της μαθήσεως”. Aκόμα και εάν επαναλαμβάνω κάτι
λάθος εξακολουθεί να είναι μάθηση; κάτω από πιο πλαίσιο η επανάληψη δίνει τα
καλύτερα αποτελέσματα στην βελτίωση μιας σχέσης με την ευρύτερη έννοια της
λέξης; Η επανάληψη, ακόμα και με τρόπο που δεν είναι ωφέλιμος για εμάς,
είναι όντως η μητέρα της μαθήσεως. Της μάθησης όχι με την έννοια της
ακαδημαϊκής συσσωρευτικής γνώσης, αλλά του βιώματος, του παθήματος. Εάν για
παράδειγμα συμπεριφέρομαι με άσχημο τρόπο και το επαναλαμβάνω, σαφώς γίνομαι
καλύτερος στο να φέρομαι άσχημα. Αλλά αυτή είναι η μάθηση σε αυτό το
παράδειγμα; Στο πως δηλαδή να γίνω πιο προσβλητικός, να πληγώνω με
μεγαλύτερη ακρίβεια και με ταχύτητα; Αυτό θέλει η επανάληψη να με διδάξει;
Κατά την γνώμη μου όχι. Σαφώς εν μέρη μπορούμε να πούμε ότι γίναμε
“καλύτεροι” στο να πληγώνουμε άλλους ανθρώπους (εάν μπορούμε μια θετική
λέξη, “καλύτερος”, να την χρησιμοποιήσουμε για κάτι αρνητικό), αλλά το
μάθημα εδώ που ήρθε με την επανάληψη μιας συγκεκριμένης πράξης δεν ήταν η
αύξηση της ικανότητας σε αυτό που πράττουμε. Το μάθημα είναι το αποτέλεσμα
αυτού που πράττουμε. Το μάθημα ήταν (εάν και μερικοί μπορεί και να πιστεύουν
ότι φταίνε όλοι οι υπόλοιποι) το αποτέλεσμα να μείνουμε μόνοι μας χωρίς
ζωντανά πλάσματα δίπλα μας λόγω ακριβώς αυτής της εξαιρετικής ικανότητας μας
να φερόμαστε άσχημα που έγινε καλύτερη με την επανάληψη. Εάν αυτό είναι η
επιλογή μας τόσο το καλύτερο, τα καταφέραμε.
Η Ashtanga Yoga είναι σχεδιασμένη πάνω στον όρο επανάληψη. Μια επανάληψη
όμως που πρέπει να προσεγγίζεται όχι με κλειστά μάτια, αλλά με ανοικτές όλες
τις κεραίες ώστε να κατανοούμε κάθε προσλαμβάνουσα, να την αναλύουμε και να
πράττουμε ανάλογα. Δεν είναι ένα άδειο κουτί που έχει την ετικέτα
“επανάληψη” και όλα θα έρθουν μόνα τους.
Συνδυάζοντας τα εργαλεία
Τα ερεθίσματα από την επανάληψη μαζί με την τριβή ωθούν τον νου στα όρια της
αποτυχίας, της απογοήτευσης, του τέλματος. Σε σπρώχνουν προς τον γκρεμό των
σκέψεων σου, των αντιλήψεων σου, του εγώ σου και σε κρατούν εκεί : στο
χείλος να κοιτάς το κενό, για να πιστέψεις ότι έφτασες στο τέλος, ότι δεν
έχεις που αλλού να πας, ότι το ταξίδι τελείωσε.
“Πάει και αυτό, το πέτυχα” σκέφτεσαι, “έφτασα στο τέλος”.
Και μόλις το πιστέψεις αυτό, τότε είναι που απέτυχες. Γιατί φεύγεις από το
χείλος, απομακρύνεσαι, και πας πάλι προς τα πίσω, που αν έμενες και κοίταζες
καλύτερα, με περισσότερη υπομονή, στωικότητα, αποφασιστικότητα, τόλμη,
δύναμη θα έβλεπες ότι υπήρχε ένα σχοινί που κατέβαινε μέχρι κάτω ! Και ποιος
ξέρει πόσα ακόμα υπάρχουν εκεί και περιμένουν να εξερευνηθούν!
δημητρης