Mysore ή Led μάθημα

Ολοένα και περισσότερος κόσμος ενδιαφέρεται στις μέρες μας για την πρακτική της πολυσυζητημένης yoga, ειδικά αυτήν την περίοδο που το μεγαλύτερο ποσοστό θεωρεί ότι είναι αρχή της σεζόν.Έτσι παρατηρείται σε κάθε χώρο που ασχολείται με κινησιολογία, να υπάρχει το λιγότερο μέσα στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα ένα μάθημα “yoga”. Μπορεί να αναφέρεται με διάφορους τρόπους, από “Power Yoga” και “Dynamic Yoga” παλαιότερα, έως τα εντελώς νέα “Hot Yoga”, “Prana Flow”, “Buti Yoga” αλλά ακόμα και σε διάφορους συνδιασμούς όπως Yoga με Pilates, Yoga με Kickboxing κ.α. Σε όλα αυτά τα “είδη” yoga, η παρουσία του δασκάλου υπό την μορφή συντονιστή, είτε με φωνητικές οδηγίες είτε με την δική του παρουσίαση της άσκησης, είναι υπαρκτή. Έτσι το μάθημα διεξάγεται περιμένοντας ο μαθητής να ακούσει την περιγραφή της επόμενης άσκησης και να την εκτελέσει ή να την δει από τον δάσκαλο και να προσπαθήσει να τον μιμηθεί.
Στην πρακτική της Ashtanga αυτό δημιουργεί μια τεράστια σύγχυση μιας και το συγκεκριμένο σύστημα μαθαίνεται με την μορφή ατομικής πρακτικής. Σε αυτήν, η προσέλευση στην αίθουσα του ασκούμενου γίνεται μέσα σε ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα και εκτελεί την ασκησιολογία που μέχρι εκείνη την στιγμή έχει διδαχθεί από τον καθοδηγητή του, στο δικό του χρόνο. Η σωστή αναπνοή, τοποθέτηση, κίνηση αλλά και άλλες πτυχές της πρακτικής μαθαίνονται σταδιακά, ώστε να είναι προσβάσιμες σε κάθε ηλικία και κάθε επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι ποτέ η πρακτική του δεν είναι στην ίδια ασκησιολογική δυσκολία, αφού ο καθένας έχει ξεκινήσει σε διαφορετική χρονική περιόδο, αλλά και με διαφορετική συχνότητα. Ακόμα λόγω του ότι εκτελεί σταδιακά και με μεθοδολογία τις ασκήσεις που το δικό του σώμα μπορεί να “δεχθεί” την περίοδο εκείνη, προστατεύεται εν μέρη από τραυματισμούς και υπερβολές. Ο ανταγωνισμός του, “τι κάνει ο διπλανός μου” είναι σχετικά μετριασμένος μιας και ο καθένας κάνει και κάτι διαφορετικό, οπότε εαν διαλέξει να “χαζολογάει” απλά θα χάνει τον καιρό του μέσα σε μια αίθουσα. Η εικόνα του καθοδηγητή, σταματά να έχει σημασία, μιας και ποτέ η πρακτική της yoga δεν αναφέροταν στην εικόνα και η συγκέντρωση στο τι πραγματικά κάνει και σκέφτεται ο ίδιος έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο καθοδηγητής βρίσκεται στην αίθουσα ώστε να βοηθά τον ασκούμενο. Σταδιακά μαθαίνοντας να λειτουργεί μέσα στην προσωπική του πρακτική με σωστό ρυθμό αναπνοής - κίνησης και με σωστή ευθυγράμμιση σώματος για την αποφυγή τραυματισμών αλλα και για επίτευξη ορθοσωμίας, γίνεται ολοένα πιο ανεξάρτητος από καθοδήγηση και υποδείξεις και πραγματικά έχει την πρόοδο υπό τον έλεγχο του και όχι από τις διαθέσεις του δασκάλου ή του συνόλου. Αυτός ήταν και είναι ο παραδοσιακός τρόπος που δίδαξε ο Patabhi Jois στο Mysore της Ινδίας και συνεχίζεται μέχρι σήμερα από τον εγγονό του Sharath Jois, και γι’αυτό και το όνομα του μαθήματος “Mysore”.
Υπό αυτό το πρίσμα, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, μια φορά την εβδομάδα (παραδοσιακά παλαιότερα μια, και τώρα δύο φορές) προς τιμήν του “δασκάλου”, αλλά κατά την δική μου γνώμη προς τιμήν “της ομάδας”, πρακτικής - μαθητών - δασκάλου και όλης αυτής της παράδοσης, γίνεται ένα μάθημα καθοδηγούμενο (Led, που σημαίνει οδηγημένο). Σε αυτό, η χρονική διάρκεια είναι προκαθορισμένη και ταυτόχρονα όλοι οι ασκούμενοι εναρμονίζονται στον ρυθμό του καθοδηγητή εκτελώντας ολόκληρη την ασκησιολογία της πρώτης σειράς. Ο λόγος πέρα από την “τιμή” στην παράδοση κτλ, είναι για να αλλάξει ο νους την μηχανικότητα του μιας και όλη την εβδομάδα έχει συνηθήσει τον δικό του ρυθμό. Τώρα καλείται να ακολουθήσει ένα διαφορετικό ρυθμό που ακούει από ένα τρίτο πρόσωπο. Φυσικά σε αυτό το μάθημα δεν γίνεται καμία λεκτική παρέμβαση και διακοπή, πέρα του ρυθμού των αναπνοών διότι θα χάλαγε τον διαλογισμό στην αναπνοή και την κίνηση που προσπαθεί η πρακτική να πετύχει.
Πόσες φορές δεν έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με μια κατάσταση που ένας ασκούμενος, ενδεχομένως, να μην γνωρίζει πως να εκτελέσει μια άσκηση, διότι είτε είναι σχετικά καινούργιος στην πρακτική, είτε διότι ποτέ δεν έδειξε το ενδιαφέρον να την μάθει. Φανταστείτε κάθε φορά να άλλαζε το μάθημα γιατί κάποιος δεν αποφάσιζε να κάνει αυτό που πρέπει και όλοι οι υπόλοιποι να “συμμορφώνονταν” με τον ρυθμό του, αντί ο ένας να συμμορφωνόταν με τους πολλούς. Από την άλλη, εάν ήταν νέος στην πρακτική και δεν είχε προλάβει να μάθει όλα αυτά, θα ήταν άδικο να τραυματιστεί προσπαθώντας να ακολουθήσει κάτι που ακόμα δεν θα ήταν έτοιμος να ακολουθήσει. Στην προσωπική πρακτική Mysore, αυτό αποφεύγεται και μπαίνουν οι σωστές βάσεις ώστε με τον καιρό να απολαμβάνει και το σώμα και ο νους την πρακτική της yoga. 
Η αλλαγή της μεθοδολογίας μιας πρακτικής ή ακόμα και η χρήση κάποιου μέρους αυτής μόνο και μόνο για να την ωραιοποιήσουμε και να την κάνουμε πιο “εύπεπτη”, και “εμπορική” ίσως να επιφέρει εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα. Η πρακτική της yoga, και δεν αναφέρομαι στις ασκήσεις της, αλλά στις αρχές, μεθοδολογία και σκοπό της, δεν είναι κάτι το οποίο το κόβουμε και το ράβουμε στα μέτρα μας, γιατί απλά τότε δεν χρειάζεται να το αναφέρουμε με τον όρο yoga. Μπορεί να μας αρέσει, να είναι δελεαστικό μπορούμε όμως να το λέμε κάπως αλλιώς. Το γεγονός για παράδειγμα ότι χρησιμοποιώ το πιάνο ώς μουσικό όργανο δεν σημαίνει ότι παίζω και κλασσική μουσική. Έχουμε κάθε δικαίωμα να κάνουμε ότι είδος θέλουμε, με όποιον τρόπο θέλουμε αρκεί να γνωρίζουμε τελικά τι, πως και γιατί το κάνουμε χωρίς καμιά ψευδαίσθηση.

δημήτρης